- περίστρωμα
- τὸ, ΜΑ [περιστρώννυμι]μσν.υπόστρωμααρχ.1. κάλυμμα κρεβατιού, κλινοσκέπασμα2. χαλί ή παραπέτασμα αίθουσας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίστρωμα — covering of a bed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστρώμασι — περίστρωμα covering of a bed neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστρώματα — περίστρωμα covering of a bed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστρώματος — περίστρωμα covering of a bed neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίστρωμον — τὸ και περίστρωμος, ὁ, Α το περίστρωμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού περίστρωμα με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
περίκλ(ε)ιτρον — τὸ, Α κάλυμμα κλίνης, περίστρωμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θ. κλι τού κλίνω + επίθημα τρον. Ο τ. περί κλειτρον έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα τής ρίζας τού κλίνω* (πρβλ. κλ[ε]ιτύς)] … Dictionary of Greek
ρήγος — και ρέγος, ρήγεος, τὸ, Α 1. κάλυμμα κλίνης ή καθίσματος, ιδίως από μαλλί («ἔβαλλε θρόνοις ἔνι ῥήγεα καλὰ πορφύρεα καθύπερθ », Ομ. Οδ.) 2. (πιθ) ένδυμα, ρούχο 3. (κατά τού Ησύχ.) «ῥῆγος ράκος, περίστρωμα, σπάραγμα, προσκεφάλαιον». [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
τολάριον — τὸ, Α πιθ. κλινοσκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. torale «περίστρωμα»] … Dictionary of Greek
τοράλλιον — τὸ, Α κάλυμμα, κλινοσκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. torale «περίστρωμα»] … Dictionary of Greek